- γνωρίζεις
- γνωρίζωmake knownpres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νυχτώνω — και νυκτώνω (Μ νυκτώνω) [νύχτα] 1. (ενεργ. και μέσ.) μέ βρίσκει η νύχτα να κάνω κάτι («λεμονάκι μυρωδάτο... μην παραμυρίζεις τόσο και με κάνεις και νυχτώσω», δημ. τραγούδι) 2. (ως απρόσ.) νυχτώνει επέρχεται η νύχτα νεοελλ. φρ. «μακριά είσαι… … Dictionary of Greek
προλέγω — ΝΜΑ, ενεργ. αόρ. προείπα και προεῑπα ΝΑ, ενεργ αόρ. β προεῑπον Α 1. λέω κάτι προηγουμένως, προαναφέρω (α. «όπως προείπα...» β. «μέμνησθ ἁγὼ προλέγω», Αισχύλ.) 2. λέω κάτι εκ τών προτέρων («μην προλέγεις όταν δεν γνωρίζεις») 3. προφητεύω,… … Dictionary of Greek
Λάρντνερ, Ρινγκ — (Ring Lardner, Νάιλς, Μίσιγκαν 1885 – Ιστ Χάμπτον, Νέα Υόρκη 1933). Αμερικανός συγγραφέας. Μεγάλωσε στους κόλπους μιας καλλιεργημένης εύπορης οικογένειας των μεσοδυτικών ΗΠΑ, αλλά η οικονομική της κατάρρευση τον εμπόδισε να ολοκληρώσει τις… … Dictionary of Greek